Συλλογές νομισμάτων
Οδηγός για… αρχάριους
Ένα ιδιαίτερο δέσιμο έχει ο συλλέκτης με τα πρώτα του αποκτήματα. Όσο
μεγάλη κι αν γίνει η συλλογή, όσο σημαντική και όσα μηδενικά και να έχει
αποκτήσει η αποτίμησή της, την αίσθηση από την ψηλάφηση των πρώτων
αντικείμενων την θυμάται σαν άγγιγμα με μαγικό ραβδί. Μία ανάμνηση
παρόμοιας ψυχικής βαρύτητας με το Ροουζμπάντ για τον Πολίτη Κέιν και
αναγκαία όσο η τυχερή δεκάρα για την περιουσία του Σκρουτζ Μακ Ντακ.
Το
άγγιγμα στη δική μου περίπτωση ήρθε με την ταπεινή συσκευασία ενός
πλαστικού κουτιού που κάποτε περιείχε επαγγελματικές κάρτες. Μέσα είχε
επίσης ταπεινά κέρματα, ένας «θησαυρός» με τρύπιες πεντάρες και δεκάρες,
το πενηντάλεπτο, τη δραχμή και το δίδραχμο με το πορτρέτο του Παύλου
στην εμπρόσθια όψη και τον θυρεό του βασιλείου της Ελλάδας με τους
Ηρακλειδείς στην πίσω.
Ένα πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν το ότι τα νομίσματα είχαν τις ίδιες
παραστάσεις,
ενώ διέφεραν στην αναγραφή της αξίας και το μέγεθος, κάτι που δεν
συνέβαινε με την πρώτη σειρά νομισμάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας που
κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Η παράταξη των τριών νομισμάτων που η
κλίμακα τους μεγάλωνε μαζί με την αξία, με εντυπωσίασε. Ρώτησα αν
υπήρχαν και άλλα νομίσματα στη σειρά, για να μάθω πως υπήρχε
πεντάδραχμο, δεκάδραχμο και εικοσάδραχμο. Όταν έγινε επιθυμία μου να
αποκτήσω όλα τα νομίσματα της σειράς, ήταν η στιγμή που άρχισε να εκκολάπτεται ο συλλέκτης μέσα μου.
Στη
συνέχεια, χωρίς σήμερα να θυμάμαι το πώς, ανακάλυψα το πεντάδραχμο και
το δεκάδραχμο. Με διαδοχικές ερωτήσεις έμαθα ποιος ήταν ο Παύλος, τι
ήταν η βασιλεία και τι αγόραζες με αυτά τα νομίσματα στην εποχή τους.
Όμως το εικοσάδραχμο δεν βρέθηκε το ίδιο εύκολα σε κανένα συρτάρι του
συγγενικού ή φιλικού περιβάλλοντος. Η αδελφή της γιαγιάς μου υποσχέθηκε
να μου δώσει το πολυπόθητο νόμισμα που βρήκε ξεχασμένο στο βάθος ενός
συρταριού. Όταν το έπιασα στα χέρια μου, τη χαρά αντικατάστησε ένα
μούδιασμα. Το φανταζόμουν τεράστιο, τουλάχιστον μεγαλύτερο από το
δεκάδραχμο, όμως αυτό είχε τις διαστάσεις του δίδραχμου. Ένα μέγεθος που
διατάρασσε την συμμετρία της σειράς. Η εύλογη απορία μου, γιατί είναι
τόσο μικρό σε σχέση με τα υπόλοιπα, πήρε την απάντηση της: «Είναι ασημένιο και έχει αξία μεγαλύτερη ως μέταλλο από τα υπόλοιπα».
Οι αρετές του συλλέκτη
Αυτή
η ιστορία λειτουργεί σαν παραβολή για τις αρετές μίας συλλογής, ειδικά
σε αυτή τη περίπτωση για τα νομίσματα. Πρώτη από αυτές είναι η γνώση.
Δεν νοείται συλλέκτης νομισμάτων που να μην γνωρίζει την πολιτική και
οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στις χώρες που έκοβαν τα κέρματα
που συλλέγει.
Επίσης, ο συλλέκτης αναπτύσσει την παρατηρητικότητα.
Κι αυτό γιατί σε αυτές τις μικρές μεταλλικές επιφάνειες, μικρές
διαφορές ανεβάζουν σε πολλαπλάσια ποσά την χρηματιστηριακή αξία του
κέρματος. Πρώτα από όλα, η ημερομηνία: Η οθωνική δραχμή του 1833 μπορεί
να στοιχίζει πάνω κάτω σε μέτρια προς κακή κατάσταση 100 ευρώ. Αν η
ημερομηνία γίνει 1847, η τιμή της ξεκινά από 2.500 ευρώ για να φτάσει
ανάλογα το πώς διατηρείται το κέρμα τις 16.000.
Όμως
και στις ίδιες ημερομηνίες υπάρχουν διαφορές: Για παράδειγμα ένα
πεντάδραχμο του Όθωνα με μία μικρή κουκουβάγια (σύμβολο του Αθηναϊκού
νομισματοκοπείου) δίπλα στην ημερομηνία κοπής στοιχίζει δεκάδες φορές
περισσότερο από το «αδελφό» του νόμισμα ίδιας χρονιάς. Μία παρόμοια
περίπτωση είναι ο επιπλέον φλόκος στο καράβι που εικονίζεται στο πίσω
μέρος της δραχμής με τον Κωνσταντίνο Κανάρη, κοπής 1976, που κάνει το
συγκεκριμένο νόμισμα από λίγα λεπτά του ευρώ σε κανονικές συνθήκες να
φτάνει τα 1.500 ευρώ.
Επίσης ο συλλέκτης αποκτά αισθητικά κριτήρια στο
να έχει τη δυνατότητα να διακρίνει ένα κίβδηλο ή κακέκτυπο νόμισμα. Οι
δουλείες των κιβδηλοποιών δεν είναι τέλειες και εκεί ένα εξοικειωμένο
μάτι μπορεί να διακρίνει π.χ. στην χρυσή λίρα αν ο κυματισμός της ουράς
του αλόγου που ιππεύει ο άγιος Γεώργιος ή τα πετράδια του διαδήματος της
βασίλισσας Βικτώριας προέρχονται από την πραγματική μήτρα.
Ακόμα, εξοικειώνεται στο να αναγνωρίζει το ειδικό βάρος
αλλά και τις ιδιότητες των μετάλλων. Το ασήμι, επί παραδείγματι, έχει
διαφορετικό ήχο, βάρος και χρώμα από τα υπόλοιπα «λευκά» μέταλλα.
Τέλος, γνωρίζει τις διακυμάνσεις της οικονομίας σε βάθος χρόνου από
την ονομαστική αξία του κέρματος. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα η δραχμή
μέχρι και το 1911 ήταν ασημένια, βάρους 5 γραμμαρίων, ενώ από το 1926
μέχρι και το 1973, από χαλκό και νικέλιο. Η τελευταία έκδοση της το 2000
ήταν χάλκινη, βάρους μόλις 2,75 γραμμαρίων. Όλες οι παραπάνω αλλαγές
έχουν αντανάκλαση στην αγοραστική δυνατότητα.
Το «χρηματιστήριο» των συλλεκτών
Ποιοι παράγοντες όμως είναι αυτοί που διαμορφώνουν την αξία ενός
νομίσματος; Ο πρώτος είναι η σπανιότητα,
που καθορίζεται από την ποσότητα των παρόμοιων νομισμάτων που έχουν
κοπεί τη συγκεκριμένη χρονιά. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός της κοπής,
δηλαδή το τιράζ, η αξία του νομίσματος αυξάνεται. Για παράδειγμα, το
πρώτο νεοελληνικό ασημένιο νόμισμα που κόπηκε από τον Κυβερνήτη
Καποδίστρια ήταν ο Φοίνικας - οι πληροφορίες θέλουν να έχουν κοπεί στο
νομισματοκοπείο της Αίγινας 11.000 Φοίνικες. Σήμερα η τιμή του σε καλή
κατάσταση αγγίζει τα 3000 ευρώ.
Έναν αιώνα αργότερα το
αναμνηστικό χρυσό εικοσάδραχμο του δημοψηφίσματος που επανάφερε τον
Γεώργιο Β΄ στον θρόνο το 1935 τιμολογείται 11.000 ευρώ. Ο λόγος είναι
ότι το ασημένιο νόμισμα, που ουδέποτε κυκλοφόρησε επίσημα, κόπηκε μόλις
σε 200 αντίτυπα.
Υπάρχει
και το παράδοξο, κάποιες φορές νομίσματα με μεγάλο τιράζ να έχουν
μεγάλη τιμή. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι συγκεντρώθηκαν και
ξαναλιώθηκαν για διάφορους λόγους. Ένα ελληνικό παράδειγμα είναι το
κέρμα των 50 λεπτών που παραγγέλθηκε σε νομισματοκοπεία του Ηνωμένου
Βασιλείου το 1921 και θεωρητικά είχε τιράζ 2.500.000. Η κακή οικονομική
κατάσταση και ο πληθωρισμός που ακολούθησε αμέσως μετά την Μικρασιατική
Καταστροφή, όμως, είχε ως αποτέλεσμα η ονομαστική αξία του κέρματος να
είναι μικρότερη από την μεταλλική του αξία. Έτσι, αν κυκλοφορούσε στην
αγορά, οι επιτήδειοι θα συγκέντρωναν τα πενηνταράκια για να τα πουλήσουν
ως μέταλλο, με κέρδος. Αποτέλεσμα ήταν η παρτίδα να ξαναπάει στο
χυτήριο και να σωθούν μερικά είτε από τους υπάλληλους του
νομισματοκοπείου ή από κάποιους που είχαν μερικά δείγματα στα χέρια
τους. Σήμερα η συλλεκτική αξία τού κέρματος βάση καταλόγου φτάνει τα
17.000 ευρώ.
Σημαντικός παράγοντας είναι η κατάσταση του κέρματος,
δηλαδή πόσο φθαρμένες είναι οι παραστάσεις του. Συνήθως, όσο παλαιότερο
είναι ένα κέρμα, τόσο εκτοξεύεται η αξία του, αν βρεθεί σε κατάσταση
κοντινή με αυτή τη του νομισματοκοπείου. Μία δραχμή του Παύλου κοπής
1959, επί παραδείγματι, που σε καλάθι στο Μοναστηράκι, ταλαιπωρημένη από
τον χρόνο, μπορεί και να στοιχίζει 50 λεπτά του ευρώ, ενώ σε
ακυκλοφόρητη κατάσταση ξεπερνάει τα 200 ευρώ.
Για καθαρά συλλεκτικούς λόγους τα νομισματοκοπεία σε κάθε νέα σειρά που κυκλοφορούν κόβουν και επιμελημένες κοπές.
Αυτές έχουν μικρό τιράζ και μεγαλύτερη αξία από τα αντίστοιχα νομίσματα
που κυκλοφόρησαν χέρι-χέρι. Στην Ελλάδα, η πρώτη τέτοιου τύπου σειρά
κυκλοφόρησε το 1965 με αφορμή τον θάνατο του βασιλιά Παύλου. Από την
Μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα κάθε νέα σειρά από το ελληνικό νομισματοκοπείο διανεμόταν στους συλλέκτες σε ειδική κασετίνα.
Επίσης,
με αφορμή γεγονότα και επετείους κυκλοφορούν αναμνηστικές σειρές, οι
οποίες σε πολλές περιπτώσεις είναι από πολύτιμα μέταλλα όπως τα κέρματα
που κόπηκαν με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Αν βρίσκονται στα χέρια κάποιου νομίσματα και πιστεύετε ότι μπορεί να είναι ιδιαίτερης αξίας, μπούσουλας για
τις συλλεκτικές τιμές είναι οι κατάλογοι νομισμάτων. Τώρα, αν θελήσει
κάποιος να πιστοποιήσει την κατάσταση των κερμάτων που έχει στην κατοχή
του, υπάρχουν ειδικοί οργανισμοί, στους οποίους ο ενδιαφερόμενος μπορεί
να παραδώσει τα νομίσματά του και οι εμπειρογνώμονες να το κατατάξουν
στην ομάδα που ανήκει βάση μίας κλίμακας αποδεκτής σε όλο τον κόσμο.
Στο χρηματιστήριο των νομισμάτων ισχύει αυτή την περίοδο ό,τι και στην αγορά της τέχνης:
Σε νομίσματα και σειρές μεσαίας και χαμηλής αξίας, οι τιμές
συμπιέζονται προς τα κάτω. Στα νομίσματα, όμως, συντρέχει και ένας άλλος
παράγοντας, αυτός της τιμής του μετάλλου. Η άνοδος των
τιμών του χρυσού και του αργυρού εκτόξευσε τις τιμές κερμάτων μεγάλου
τιράζ, που το μεγαλύτερο μέρος της αξίας τους οφειλόταν στην
περιεκτικότητα τους σε ευγενή μέταλλα. Για παράδειγμα οι χρυσές αγγλικές
λίρες που κάθε χρονιά, την περίοδο που η Αγγλία ήταν αυτοκρατορία,
έκοβαν τα νομισματοκοπεία κατά εκατομμύρια: Η συλλεκτική τους αξία αν
ήταν νομίσματα από χαλκό θα ήταν ελάχιστη, αλλά η άνοδος του χρυσού
σχεδόν τριπλασίασε την τιμή τους μέσα σε μία πενταετία. Τον μεγαλύτερο
αριθμό κοπής χρυσού ελληνικού νομίσματος στην χώρα μας έχει το 20δραχμο
του 1884 με μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Μπορεί να μην είναι δυσεύρετο
αλλά η ποσότητα που υπάρχει στην αγορά δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να
αποθησαυρίζεται για τη μεταλλική του αξία.
Υπάρχουν, από την
άλλη, και τα «κοινά» μεταπολεμικά αργυρά νομίσματα, το 20δραχμο (20
εκατομμύρια αντίτυπα) και τα δυο 30δραχμα (7 εκατομμύρια συνολικά) που η
τιμή τους έχει ανέβει αισθητά με το σκαρφάλωμα του αργυρού σε επίπεδα
πάνω από 800 ευρώ το κιλό.
Σε «ειδικές» περιπτώσεις νομισμάτων,
τα εξαιρετικά σπάνια που οι κάτοχοι τους είναι μετρημένοι στα δάχτυλα,
οι τιμές αφορούν και αντίστοιχα βαλάντια που δεν επηρεάζει η κρίση.
Συνήθως νομίσματα τέτοιου τύπου βγαίνουν ξανά στην αγορά, σε δημοπρασίες
από συλλέκτες ή κληρονόμους αλλά και από απρόσμενη εύρεση σε κάποιο
ξεχασμένο σεντούκι.
Και όμως τα ωραιότερα Ελληνικά νομίσματα –
και αυτή είναι υποκειμενική άποψη- είναι τα πιο «εύκολα», αυτά που ο
καθένας μπορεί να τα αποκτήσει χωρίς να χρειαστεί να ξοδέψει μία
περιουσία. Όπως η λιτή σειρά της Ελληνικής Δημοκρατίας του 1926. Το
αργυρό δεκάδραχμο με την παράσταση της Δήμητρας και το εικοσάδραχμο με
τον Ποσειδώνα κοπής 1930. Η δραχμή και το δίδραχμο που στην οπίσθια όψη
εικονίζεται η Θέτιδα (1910 και 1911). Ή, τέλος, το πεντάλεπτο και το
δεκάλεπτο με την παράσταση της Γλαύκας και το εικοσάλεπτο με την Αθηνά
του Πειραιώς του 1912.
Via
Ένα ιδιαίτερο δέσιμο έχει ο συλλέκτης με τα πρώτα του αποκτήματα. Όσο
μεγάλη κι αν γίνει η συλλογή, όσο σημαντική και όσα μηδενικά και να έχει
αποκτήσει η αποτίμησή της, την αίσθηση από την ψηλάφηση των πρώτων
αντικείμενων την θυμάται σαν άγγιγμα με μαγικό ραβδί. Μία ανάμνηση
παρόμοιας ψυχικής βαρύτητας με το Ροουζμπάντ για τον Πολίτη Κέιν και
αναγκαία όσο η τυχερή δεκάρα για την περιουσία του Σκρουτζ Μακ Ντακ.
Το
άγγιγμα στη δική μου περίπτωση ήρθε με την ταπεινή συσκευασία ενός
πλαστικού κουτιού που κάποτε περιείχε επαγγελματικές κάρτες. Μέσα είχε
επίσης ταπεινά κέρματα, ένας «θησαυρός» με τρύπιες πεντάρες και δεκάρες,
το πενηντάλεπτο, τη δραχμή και το δίδραχμο με το πορτρέτο του Παύλου
στην εμπρόσθια όψη και τον θυρεό του βασιλείου της Ελλάδας με τους
Ηρακλειδείς στην πίσω.
Ένα πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν το ότι τα νομίσματα είχαν τις ίδιες
παραστάσεις,
ενώ διέφεραν στην αναγραφή της αξίας και το μέγεθος, κάτι που δεν
συνέβαινε με την πρώτη σειρά νομισμάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας που
κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Η παράταξη των τριών νομισμάτων που η
κλίμακα τους μεγάλωνε μαζί με την αξία, με εντυπωσίασε. Ρώτησα αν
υπήρχαν και άλλα νομίσματα στη σειρά, για να μάθω πως υπήρχε
πεντάδραχμο, δεκάδραχμο και εικοσάδραχμο. Όταν έγινε επιθυμία μου να
αποκτήσω όλα τα νομίσματα της σειράς, ήταν η στιγμή που άρχισε να εκκολάπτεται ο συλλέκτης μέσα μου.
Στη
συνέχεια, χωρίς σήμερα να θυμάμαι το πώς, ανακάλυψα το πεντάδραχμο και
το δεκάδραχμο. Με διαδοχικές ερωτήσεις έμαθα ποιος ήταν ο Παύλος, τι
ήταν η βασιλεία και τι αγόραζες με αυτά τα νομίσματα στην εποχή τους.
Όμως το εικοσάδραχμο δεν βρέθηκε το ίδιο εύκολα σε κανένα συρτάρι του
συγγενικού ή φιλικού περιβάλλοντος. Η αδελφή της γιαγιάς μου υποσχέθηκε
να μου δώσει το πολυπόθητο νόμισμα που βρήκε ξεχασμένο στο βάθος ενός
συρταριού. Όταν το έπιασα στα χέρια μου, τη χαρά αντικατάστησε ένα
μούδιασμα. Το φανταζόμουν τεράστιο, τουλάχιστον μεγαλύτερο από το
δεκάδραχμο, όμως αυτό είχε τις διαστάσεις του δίδραχμου. Ένα μέγεθος που
διατάρασσε την συμμετρία της σειράς. Η εύλογη απορία μου, γιατί είναι
τόσο μικρό σε σχέση με τα υπόλοιπα, πήρε την απάντηση της: «Είναι ασημένιο και έχει αξία μεγαλύτερη ως μέταλλο από τα υπόλοιπα».
Οι αρετές του συλλέκτη
Αυτή
η ιστορία λειτουργεί σαν παραβολή για τις αρετές μίας συλλογής, ειδικά
σε αυτή τη περίπτωση για τα νομίσματα. Πρώτη από αυτές είναι η γνώση.
Δεν νοείται συλλέκτης νομισμάτων που να μην γνωρίζει την πολιτική και
οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στις χώρες που έκοβαν τα κέρματα
που συλλέγει.
Επίσης, ο συλλέκτης αναπτύσσει την παρατηρητικότητα.
Κι αυτό γιατί σε αυτές τις μικρές μεταλλικές επιφάνειες, μικρές
διαφορές ανεβάζουν σε πολλαπλάσια ποσά την χρηματιστηριακή αξία του
κέρματος. Πρώτα από όλα, η ημερομηνία: Η οθωνική δραχμή του 1833 μπορεί
να στοιχίζει πάνω κάτω σε μέτρια προς κακή κατάσταση 100 ευρώ. Αν η
ημερομηνία γίνει 1847, η τιμή της ξεκινά από 2.500 ευρώ για να φτάσει
ανάλογα το πώς διατηρείται το κέρμα τις 16.000.
Όμως
και στις ίδιες ημερομηνίες υπάρχουν διαφορές: Για παράδειγμα ένα
πεντάδραχμο του Όθωνα με μία μικρή κουκουβάγια (σύμβολο του Αθηναϊκού
νομισματοκοπείου) δίπλα στην ημερομηνία κοπής στοιχίζει δεκάδες φορές
περισσότερο από το «αδελφό» του νόμισμα ίδιας χρονιάς. Μία παρόμοια
περίπτωση είναι ο επιπλέον φλόκος στο καράβι που εικονίζεται στο πίσω
μέρος της δραχμής με τον Κωνσταντίνο Κανάρη, κοπής 1976, που κάνει το
συγκεκριμένο νόμισμα από λίγα λεπτά του ευρώ σε κανονικές συνθήκες να
φτάνει τα 1.500 ευρώ.
Επίσης ο συλλέκτης αποκτά αισθητικά κριτήρια στο
να έχει τη δυνατότητα να διακρίνει ένα κίβδηλο ή κακέκτυπο νόμισμα. Οι
δουλείες των κιβδηλοποιών δεν είναι τέλειες και εκεί ένα εξοικειωμένο
μάτι μπορεί να διακρίνει π.χ. στην χρυσή λίρα αν ο κυματισμός της ουράς
του αλόγου που ιππεύει ο άγιος Γεώργιος ή τα πετράδια του διαδήματος της
βασίλισσας Βικτώριας προέρχονται από την πραγματική μήτρα.
Ακόμα, εξοικειώνεται στο να αναγνωρίζει το ειδικό βάρος
αλλά και τις ιδιότητες των μετάλλων. Το ασήμι, επί παραδείγματι, έχει
διαφορετικό ήχο, βάρος και χρώμα από τα υπόλοιπα «λευκά» μέταλλα.
Τέλος, γνωρίζει τις διακυμάνσεις της οικονομίας σε βάθος χρόνου από
την ονομαστική αξία του κέρματος. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα η δραχμή
μέχρι και το 1911 ήταν ασημένια, βάρους 5 γραμμαρίων, ενώ από το 1926
μέχρι και το 1973, από χαλκό και νικέλιο. Η τελευταία έκδοση της το 2000
ήταν χάλκινη, βάρους μόλις 2,75 γραμμαρίων. Όλες οι παραπάνω αλλαγές
έχουν αντανάκλαση στην αγοραστική δυνατότητα.
Το «χρηματιστήριο» των συλλεκτών
Ποιοι παράγοντες όμως είναι αυτοί που διαμορφώνουν την αξία ενός
νομίσματος; Ο πρώτος είναι η σπανιότητα,
που καθορίζεται από την ποσότητα των παρόμοιων νομισμάτων που έχουν
κοπεί τη συγκεκριμένη χρονιά. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός της κοπής,
δηλαδή το τιράζ, η αξία του νομίσματος αυξάνεται. Για παράδειγμα, το
πρώτο νεοελληνικό ασημένιο νόμισμα που κόπηκε από τον Κυβερνήτη
Καποδίστρια ήταν ο Φοίνικας - οι πληροφορίες θέλουν να έχουν κοπεί στο
νομισματοκοπείο της Αίγινας 11.000 Φοίνικες. Σήμερα η τιμή του σε καλή
κατάσταση αγγίζει τα 3000 ευρώ.
Έναν αιώνα αργότερα το
αναμνηστικό χρυσό εικοσάδραχμο του δημοψηφίσματος που επανάφερε τον
Γεώργιο Β΄ στον θρόνο το 1935 τιμολογείται 11.000 ευρώ. Ο λόγος είναι
ότι το ασημένιο νόμισμα, που ουδέποτε κυκλοφόρησε επίσημα, κόπηκε μόλις
σε 200 αντίτυπα.
Υπάρχει
και το παράδοξο, κάποιες φορές νομίσματα με μεγάλο τιράζ να έχουν
μεγάλη τιμή. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι συγκεντρώθηκαν και
ξαναλιώθηκαν για διάφορους λόγους. Ένα ελληνικό παράδειγμα είναι το
κέρμα των 50 λεπτών που παραγγέλθηκε σε νομισματοκοπεία του Ηνωμένου
Βασιλείου το 1921 και θεωρητικά είχε τιράζ 2.500.000. Η κακή οικονομική
κατάσταση και ο πληθωρισμός που ακολούθησε αμέσως μετά την Μικρασιατική
Καταστροφή, όμως, είχε ως αποτέλεσμα η ονομαστική αξία του κέρματος να
είναι μικρότερη από την μεταλλική του αξία. Έτσι, αν κυκλοφορούσε στην
αγορά, οι επιτήδειοι θα συγκέντρωναν τα πενηνταράκια για να τα πουλήσουν
ως μέταλλο, με κέρδος. Αποτέλεσμα ήταν η παρτίδα να ξαναπάει στο
χυτήριο και να σωθούν μερικά είτε από τους υπάλληλους του
νομισματοκοπείου ή από κάποιους που είχαν μερικά δείγματα στα χέρια
τους. Σήμερα η συλλεκτική αξία τού κέρματος βάση καταλόγου φτάνει τα
17.000 ευρώ.
Σημαντικός παράγοντας είναι η κατάσταση του κέρματος,
δηλαδή πόσο φθαρμένες είναι οι παραστάσεις του. Συνήθως, όσο παλαιότερο
είναι ένα κέρμα, τόσο εκτοξεύεται η αξία του, αν βρεθεί σε κατάσταση
κοντινή με αυτή τη του νομισματοκοπείου. Μία δραχμή του Παύλου κοπής
1959, επί παραδείγματι, που σε καλάθι στο Μοναστηράκι, ταλαιπωρημένη από
τον χρόνο, μπορεί και να στοιχίζει 50 λεπτά του ευρώ, ενώ σε
ακυκλοφόρητη κατάσταση ξεπερνάει τα 200 ευρώ.
Για καθαρά συλλεκτικούς λόγους τα νομισματοκοπεία σε κάθε νέα σειρά που κυκλοφορούν κόβουν και επιμελημένες κοπές.
Αυτές έχουν μικρό τιράζ και μεγαλύτερη αξία από τα αντίστοιχα νομίσματα
που κυκλοφόρησαν χέρι-χέρι. Στην Ελλάδα, η πρώτη τέτοιου τύπου σειρά
κυκλοφόρησε το 1965 με αφορμή τον θάνατο του βασιλιά Παύλου. Από την
Μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα κάθε νέα σειρά από το ελληνικό νομισματοκοπείο διανεμόταν στους συλλέκτες σε ειδική κασετίνα.
Επίσης,
με αφορμή γεγονότα και επετείους κυκλοφορούν αναμνηστικές σειρές, οι
οποίες σε πολλές περιπτώσεις είναι από πολύτιμα μέταλλα όπως τα κέρματα
που κόπηκαν με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Αν βρίσκονται στα χέρια κάποιου νομίσματα και πιστεύετε ότι μπορεί να είναι ιδιαίτερης αξίας, μπούσουλας για
τις συλλεκτικές τιμές είναι οι κατάλογοι νομισμάτων. Τώρα, αν θελήσει
κάποιος να πιστοποιήσει την κατάσταση των κερμάτων που έχει στην κατοχή
του, υπάρχουν ειδικοί οργανισμοί, στους οποίους ο ενδιαφερόμενος μπορεί
να παραδώσει τα νομίσματά του και οι εμπειρογνώμονες να το κατατάξουν
στην ομάδα που ανήκει βάση μίας κλίμακας αποδεκτής σε όλο τον κόσμο.
Στο χρηματιστήριο των νομισμάτων ισχύει αυτή την περίοδο ό,τι και στην αγορά της τέχνης:
Σε νομίσματα και σειρές μεσαίας και χαμηλής αξίας, οι τιμές
συμπιέζονται προς τα κάτω. Στα νομίσματα, όμως, συντρέχει και ένας άλλος
παράγοντας, αυτός της τιμής του μετάλλου. Η άνοδος των
τιμών του χρυσού και του αργυρού εκτόξευσε τις τιμές κερμάτων μεγάλου
τιράζ, που το μεγαλύτερο μέρος της αξίας τους οφειλόταν στην
περιεκτικότητα τους σε ευγενή μέταλλα. Για παράδειγμα οι χρυσές αγγλικές
λίρες που κάθε χρονιά, την περίοδο που η Αγγλία ήταν αυτοκρατορία,
έκοβαν τα νομισματοκοπεία κατά εκατομμύρια: Η συλλεκτική τους αξία αν
ήταν νομίσματα από χαλκό θα ήταν ελάχιστη, αλλά η άνοδος του χρυσού
σχεδόν τριπλασίασε την τιμή τους μέσα σε μία πενταετία. Τον μεγαλύτερο
αριθμό κοπής χρυσού ελληνικού νομίσματος στην χώρα μας έχει το 20δραχμο
του 1884 με μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Μπορεί να μην είναι δυσεύρετο
αλλά η ποσότητα που υπάρχει στην αγορά δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να
αποθησαυρίζεται για τη μεταλλική του αξία.
Υπάρχουν, από την
άλλη, και τα «κοινά» μεταπολεμικά αργυρά νομίσματα, το 20δραχμο (20
εκατομμύρια αντίτυπα) και τα δυο 30δραχμα (7 εκατομμύρια συνολικά) που η
τιμή τους έχει ανέβει αισθητά με το σκαρφάλωμα του αργυρού σε επίπεδα
πάνω από 800 ευρώ το κιλό.
Σε «ειδικές» περιπτώσεις νομισμάτων,
τα εξαιρετικά σπάνια που οι κάτοχοι τους είναι μετρημένοι στα δάχτυλα,
οι τιμές αφορούν και αντίστοιχα βαλάντια που δεν επηρεάζει η κρίση.
Συνήθως νομίσματα τέτοιου τύπου βγαίνουν ξανά στην αγορά, σε δημοπρασίες
από συλλέκτες ή κληρονόμους αλλά και από απρόσμενη εύρεση σε κάποιο
ξεχασμένο σεντούκι.
Και όμως τα ωραιότερα Ελληνικά νομίσματα –
και αυτή είναι υποκειμενική άποψη- είναι τα πιο «εύκολα», αυτά που ο
καθένας μπορεί να τα αποκτήσει χωρίς να χρειαστεί να ξοδέψει μία
περιουσία. Όπως η λιτή σειρά της Ελληνικής Δημοκρατίας του 1926. Το
αργυρό δεκάδραχμο με την παράσταση της Δήμητρας και το εικοσάδραχμο με
τον Ποσειδώνα κοπής 1930. Η δραχμή και το δίδραχμο που στην οπίσθια όψη
εικονίζεται η Θέτιδα (1910 και 1911). Ή, τέλος, το πεντάλεπτο και το
δεκάλεπτο με την παράσταση της Γλαύκας και το εικοσάλεπτο με την Αθηνά
του Πειραιώς του 1912.
Via
Labels
ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Post A Comment
Δεν υπάρχουν σχόλια :